- αριά
- Δέντρο αειθαλές, δικοτυλήδονο, της οικογένειας των φηγιδών. Δασικό είδος το οποίο απαντάται στην κατώτερη ζώνη όλης της Ελλάδας, μαζί με τον πρίνο και την πεύκη. Φτάνει σε ύψος μέχρι 20 μ., ιδίως όταν ζει μέσα σε πυκνά δάση, ενώ μεμονωμένο βγάζει κλαδιά σε μικρό ύψος από το έδαφος. Έχει φύλλα δερματώδη, ωοειδή, προμήκη ή λογχοειδή, βαθυπράσινα, λεία από πάνω, υπόλευκα από κάτω. Τα χείλη τους μπορεί να είναι ακέραια, οδοντωτά ή εντελώς αγκαθωτά.
Οι καρποί της είναι έμμισχοι ή σχεδόν επιφυείς με κύπελλο ημισφαιρικό που περιβάλλει το βελανίδι μέχρι τη μέση και έχει χρώμα μαυριδερό κατά την ωρίμανση. Αποτελούν θαυμάσια τροφή για τους χοίρους.
Η α. παράγει άριστο ξύλο, σκληρό και βαρύ, αλλά ευκολοκατέργαστο, το οποίο χρησιμοποιείται στην κατασκευή τμημάτων μηχανών και ακτίνων τροχών. Ο φλοιός της είναι πλούσιος σε δεψικές ουσίες και παλαιότερα τον χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία δερμάτων.
Η α. έχει και διακοσμητική αξία και φυτεύεται στα πάρκα για τη σύνθεση πυκνού και σταθερού πράσινου ψηλής μορφής. Είναι κατάλληλη επίσης για τη δημιουργία δεντροστοιχιών σε λεωφόρους μεγάλου πλάτους. Ανέχεται το κούρεμα και σχηματίζει σταθερά σχήματα μεγάλου όγκου (μπάλες, κώνους κλπ.).
Η αριά είναι δέντρο των μεσογειακών χωρών.
Καρποί αριάς, γνωστοί ως βαλανίδια ή βελανίδια, άριστη τροφή χοίρων· είναι πρασινωπά στην αρχή και μαυριδερά όταν ωριμάσουν.
* * *και ανάρια επίρρ.1. αραιά2. σπάνια.[ΕΤΥΜΟΛ. < πληθ. ουδ. του επιθ. αριός < αραιός].
Dictionary of Greek. 2013.